Wed $91424$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Wed $91424$ - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Wed; WED (disambiguation)

wed         
----
* newlywed [newly-wed] = recién casado
* wed to + view = casarse con una idea
wed         
casarse
wed         
casar

Ορισμός

wed
I. v. a.
1.
Marry, espouse.
2.
Join in marriage, give in wedlock.
3.
Attach firmly, unite closely in affection.
4.
Unite forever, connect indissolubly.
II. v. n.
Marry, contract matrimony.

Βικιπαίδεια

WED

WED, Wed, or wed may refer to:

  • Wed, to get married in a wedding (e.g., "Jack wed Jill")
  • Wednesday, abbreviated Wed.
  • Walter Elias Disney
  • Walt Disney Imagineering, originally named WED Enterprises
  • Western Economic Diversification Canada, or WED, a Canadian government agency
  • Where Eagles Dare (disambiguation)
  • Willis-Ekbom disease, or WED, also known as restless legs syndrome
  • World Environment Day, or WED